κασιέρης

κασιέρης
ο
αυτός που έχει τη διαχείριση τής κάσας (II), τού χρηματοκιβωτίου, τού ταμείου, ο ταμίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cassiere].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”